- αγένειαστος
- -η, -ο [γενειάζω]1. αυτός που δεν έχει γένια, αγένειος2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμα γένια, ο μικρός στην ηλικία, έφηβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγενος — (I) η, ο ο ταπεινής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀγενής]. (II) η, ο [γένι] 1. αυτός που δεν έχει ακόμη γένια, αγένειος, αγένειαστος 2. άπειρος … Dictionary of Greek
αγένειος — α, ο (Α ἀγένειος ον) [γένειον] ο αγένειαστος* αρχ. αυτός που αρμόζει σε έφηβο, εφηβικός, νεανικός … Dictionary of Greek